ορόντιον

ορόντιον
ὀρόντιον, τὸ (Α)
είδος φυτού το οποίο χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο για τον ίκτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ονομ. τού φυτού οφείλεται πιθ. στο όνομα ενός γιατρού Ορόντη, που επινόησε τη θεραπευτική αυτή αγωγή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀρόντιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροντίου — ὀρόντιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”